- μεναῖχμα
- μεναίχμηςstaunch soldiermasc voc sg (doric)μεναίχμηςstaunch soldiermasc nom sg (epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεναίχμᾳ — μεναίχμᾱͅ , μεναίχμης staunch soldier masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεναίχμης — μεναίχμης, δωρ. τ. μεναίχμας, ὁ (Α) 1. αυτός που αντέχει στη μάχη 2. φρ. (ως θηλ. επιθ.) «χειρὶ μεναίχμᾳ» με δυνατό, ατρόμητο χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν τού μένω + αίχμης (< αιχμή), πρβλ. καρτερ αίχμης, φυγ αίχμης] … Dictionary of Greek